Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τρεχάω

Τρεχάω § τρέχω. Ἐκ τούτου τρεχάκι καὶ πληθ. τρεχάκια = τὸ τρέξιμον. Π. τῶν παιδιῶνε τὰ ῥεχάκια καὶ τοῦ γέρου τὰ κανάκια.

Σημ. Ὁ Βυζ. δὲν ἔχει τοὺς τύπους τούτους. Ἡ λ. ἐγένετο ἐκ τοῦ τρέχω (Σύλλ. 1) ἢ ἐκ τοῦ τροχάω (Σύλλ. 5).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.