τραβάω 14 Νοέ, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τραβάω § ἕλκω πρὸς ἐμαυτόν. Σημ. Ἐκ τοῦ λατινικοῦ traho· ὁ Βυζ. γρ. τραβῶ.