Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τράτος (ο)

  1. η φορά που παίρνει κάποιος αθλητής προκειμένου να πηδήσει. “Πάρε τράτο και βάλε δύναμη”
  2. ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου. φρ. “δεν έχω τράτο”=”δεν με παίρνει ο χρόνος”.
  3. άνεση χρόνου και τόπου. φρ.”έχω τράτο να κάμω ό,τι θέλω, δε με πιέζει τίποτα”.
  4. όρια προθυμίας. φρ. “το πληρώνω αργότερα, έχω τράτο”
  5. στο χαρτοπαίγνιο: “είμαι τράτος”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τράτος /ὁ/ (Ἰ. tratto) = διαθέσιμος χρόνος ἢ τόπος πρὸς ἔναρξιν ἢ ἐκκίνησιν, τοπικὴ ἢ χρονικὴ ἄνεσις, ἐπαρκὴς προθεσμία.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.