τράτος (ο)
- η φορά που παίρνει κάποιος αθλητής προκειμένου να πηδήσει. “Πάρε τράτο και βάλε δύναμη”
- ο χρόνος που έχω στη διάθεσή μου. φρ. “δεν έχω τράτο”=”δεν με παίρνει ο χρόνος”.
- άνεση χρόνου και τόπου. φρ.”έχω τράτο να κάμω ό,τι θέλω, δε με πιέζει τίποτα”.
- όρια προθυμίας. φρ. “το πληρώνω αργότερα, έχω τράτο”
- στο χαρτοπαίγνιο: “είμαι τράτος”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τράτος /ὁ/ (Ἰ. tratto) = διαθέσιμος χρόνος ἢ τόπος πρὸς ἔναρξιν ἢ ἐκκίνησιν, τοπικὴ ἢ χρονικὴ ἄνεσις, ἐπαρκὴς προθεσμία.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης