τράκο
Τράκο /τὸ/ (Ἰ. traccia) = ἡ συναγωνιστικὴ προσπέλασις λέμβων ἐπὶ τοῦ προσεγγίζοντος πλοίου πρὸ τῆς ἀγκυροβολίας, σύγκρουσις.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Τράκο /τὸ/ (Ἰ. traccia) = ἡ συναγωνιστικὴ προσπέλασις λέμβων ἐπὶ τοῦ προσεγγίζοντος πλοίου πρὸ τῆς ἀγκυροβολίας, σύγκρουσις.