τόκο 16 Μάι, 2017 Τ 0 Σχόλια 0 Τόκο (τοκάω -ῶ, τήκομαι) = κλινήρης, οἱονεὶ ἐπίτοκος, ἀνίατος: «ἔπεσε τόκο».