τιμάτσι (το)
νωπό ζυμαρικό, χειμωνιάτικο φαγητό: Ανοίγουν φύλλα ζύμης με καθάριο αλεύρι στο πλαστήρι κι ύστερα τα κάνουν δίπλες και τον κόβουν προσεχτικά σε μακρόστενες ταινίες.
Το τιμάτσι το βράζουν με λίγο λάδι και αλάτι και το ΄τρωγαν – σούπα – σαν κανονικό ζυμαρικό. Συχνά έριχναν και πάστα ντομάτα – ή το αυγόκοβαν. Το τιμάτσι είναι η ταγιαδέλα της Λευκαδίτισσας.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Τ(ι)μάτσ(ι) /τὸ/ (Ἰ. tempaccio) = πρόχειρον χειμερινὸν φαγητὸν ἐκ φύλλων ἀλευροζύμης κομμένων εἰς ταινίας. (τμάτσ)
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Τματσ. Το γνωστό εγχώριο ζυμαρικό. Πιθανότατα από τη λέξη (ιταλική) μάτσο (με το άρθρο το). Το ζυμαρικό πριν κοπεί στον πλάστη από τη νοικοκυρά, γίνεται μάτσο.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης
Τιμάτσι καί τουμάτσι = πρόχειρο φαγητό ἀπό λεπτά φύλλα ζύμης πού κόβεται ψιλό, κάπως σάν τίς χυλοπίτες καί μαγευρεύεται φρέσκο ὅπως τά μακαρόνια.