Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τεγκλώνω

Τεγκλώνω (Ἰ. tegola) = κεραμοσκεπάζω, πλήττω διὰ κεράμου ἢ τούβλου, ἀκινητῶ πεισμόνως, τὰ στηλώνω, ἀποθνήσκω.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


τεγκλώνω: κεραμοσκεπάζω, (ΙΤ. tegola = κεραμίδι).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.