Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τάρα (η)

η κοινώς λεγόμενη ντάρα = το απόβαρο.
Αδειάζομε το περιεχόμενο ενός δοχείου και κατόπιν το ζυγίζομε και αφαιρούμε το βάρος του. “… 50 κιλά λάδι, αφαίρεσε την τάρα …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Τάρα /ἡ/ (Ἰ. tara) = τὸ ἀπόβαρον, τὸ βάρος τοῦ δοχείου ποὺ ἀφαιρεῖται ἀπὸ τὸ μικτὸν βάρος δοχείου καὶ περιεχομένου.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.