Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

τάλαρος (ο)

ξύλινο σκεύος μέσα στο οποίο έβαναν το στραγγισμένο τυρί. Ύστερα τον γιόμιζαν με αρμυρόνερο (σαλαμούρα) και τον σκέπαζαν καλά με ξύλινη τάπα.
Αίνιγμα: “κοντός κοντός καλόγερος ζωσμένος με ζωνάρια” = ο τάλαρος με τα σιδεροστέφανα του.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.