σ(υ)χέριο
Συχέριο /τὸ/ (σὺν-χεὶρ) = χεὶρ βοηθείας, ὁμοχειρία, ἀρωγή, ἐνίσχυσις.
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Συχέριο, § βοήθεια, συνδρομὴ ὑλική. Π. εἶχα σήμερα ζύμωσι κ᾿ ἡ δούλα μ᾿ ἔδωκι συχέριο = μ᾿ ἐβοήθησε.
Σημ. Ἐκ τοῦ σὺν καὶ χείρ. Ἡ τοῦ ν ἀφαίρεσις πρὸ τοῦ χ ἐν πολλοῖς εὐχρηστεῖ· οὕτω λέγ. καὶ συγχώριο, συγχωρῶ, συχαίρομαι κτλ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου