Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

συμπράγκαλο (το)

ευτελές πράγμα του σπιτιού ή εργαλείο, επίσης ευτελές, τεχνίτου.
“μάζεψε τα συμπράγκαλά σου και δρόμο …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σ(υ)μπράγκαλο /τὸ/ (σὺν-Ἰ. bricare) = ἐργαλειοσκευὴ τεχνίτου, ἐργαλεῖον τέχνης, εὐτελὴς ἀποσκευή.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.