σβ(ι)γάντ(ι)
Σβιγάντι βλ. λ. βιζ(ι)γάντ(ι).
Tα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σβιγάντι = εἶδος ἔμπλαστρου πού κολλοῦν σέ πονεμένο μέρος τοῦ σώματος.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σβιγάντι βλ. λ. βιζ(ι)γάντ(ι).
Σβιγάντι = εἶδος ἔμπλαστρου πού κολλοῦν σέ πονεμένο μέρος τοῦ σώματος.