στραβέλω (η)
η γυναίκα που δε βλέπει καλά ή είναι τυφλή
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στραβέλω /ἡ/ (στραβὸς) = διάστροφος τοὺς ὀφθαλμούς, ἀλλοίθωρος, ἀσθενὴς τὴν ὄρασιν, τυφλή.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης