στραμαγιάδος -α -ο 09 Μάι, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Στραμαγιάδος -α -ο (Ἰ. stramezzare) = στραγγαλισμένος, τὸ μπερδεμένο δίχτυ.