Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στρακώνω και στρακόνω

στρώνω μια μικρή έκταση γης, αλώνι, αυλή, εσωτερικό σπιτιού ή και δρόμο ολόκληρο μπήγοντας πέτρες, για να γίνει ο τόπος αυτός σκληρός.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στρακόνω (ὄστρακον -όω) = σκληρύνω ἐδαφικὴν ἐπιφάνειαν διὰ κυλινδρώσεως, ἁλωνισμοῦ ἢ ἐπιπατήσεως.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.