στελίτης (ο)
η μυαλγία του αυχένα σε ανθρώπους και ζώα.
“μου πιάστηκε ο σβέρκος, έβγαλα το στελίτη” – “είμαι όπως ο λύκος που δεν μπορεί να γυρίσει το σβέρκο του”.
Οι λαϊκογιατροί και ξορκίστρες γιάτρευαν το στελίτη με το “κόψιμο” που γινόταν με το τσεκούρι και είχε την έννοια ότι – τάχα – έκοβαν το νεύρο που κρατούσε ακίνητο το κεφάλι του αρρώστου. Ο ασθενής έμπαινε κάτω από μια πόρτα – αφού πρώτα τον σταύρωνε ο ιατρός με το τσεκούρι – κι ο θεραπευτής του έδινε συμβολικά τσεκουριές, χτυπώντας το ανώφλι της πόρτας, λέγοντας: “κόβω, κόβω / κόβω κι αντικόβω”. Κι ο ασθενής τον ρωτούσε: “Τι κόβεις;” Απάντηση: “Κόβω το στελίτη, το μελίτη, και τον αδερφό του Χάρου”. Κι με ένα ξόρκι ύστερα και με γεια του με χαρά. ( Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ 20).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στελίτ(η)ς /ὁ/ (στήλη -ίτης) = μυαλγία ἢ νευρῖτις τοῦ αὐχενικοῦ τμήματος τῆς σπονδυλικῆς στήλης.