στεφανούδι (το)
ωδικό αποδημητικό πουλί που φτάνει στον τόπο μας στις αρχές της άνοιξης. Κι ο λαός λέει: “Τα στεφανούδια ήρθαν, κόψτε-βάψτε-ράψτε κι έφτασε η Λαμπρή”.
Άγγ. Σικελιανός, Αλαφρ. ΙΙΙ, 905: “Της στεφανούδας τον ψιλόν αχό, / το ανάριο λάλημα … “. Και Αλαφρ. Ι, 1070: “τη στεφανούδα να γητέψω …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στεφανοῦδι /τὸ/ (στέφανος) = τὸ ᾠδικὸν πτηνὸν αἰγίθαλος ὁ μείζων (ἀποδημητικὸν ἐμφανιζόμενον κατὰ τὰς ἀρχὰς τοῦ ἔαρος). Ὁ ρυθμὸς τοῦ ἄσματός του ἑρμῆνεύεται ἀπὸ τὴν λαϊκὴν φαντασίαν μὲ τὴν φράσιν: «κόψτε-βάψτε-κι᾿ ἔφτασ᾿ ἡ Λαμπρή».
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης