στανιάρω
διορθώνω, κολλάω, στεγανοποιώ ένα δοχείο που στάζει.
Στα δέρματα = σκληραίνω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Στανιάρω (Ἰ. stagnare) = στεγανοποιῶ, σταματῶ τὴν διαρροὴν ἀγγείου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
στανιάρω: συσφίγγω, στεγανοποιῶ, (ΙΤ. stagnare).
Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου