Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

στανιάρω

διορθώνω, κολλάω, στεγανοποιώ ένα δοχείο που στάζει.
Στα δέρματα = σκληραίνω

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Στανιάρω (Ἰ. stagnare) = στεγανοποιῶ, σταματῶ τὴν διαρροὴν ἀγγείου.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


στανιάρω: συσφίγγω, στεγανοποιῶ, (ΙΤ. stagnare).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.