σταλικώνω ή σταλικοποδιάζω
περιμένω σε ορθοστασία κάποιον.
“Εσταλίκωσα απ΄ την ορθοστασία” – “εσταλίκωσα στα ποδάρια μου” = σταλικοπόδιασα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σταλικώνω (σταλὶς) = καταπονοῦμαι ἐν ὀρθοστασίᾳ ἀναμονῆς ἢ ἔργου.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης