Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπρούχνι (επίρρ.)

  1. αφθονία πραγμάτων, προϊόντων
  2. σίφουνας από μικροέντομα, σκνίπες, κουνούπια, μυρμήγκια κ.λπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπροῦχν(ι) /τὸ/ (σπειροῦχος, σπείρα-ἔχω) = ἐν συγκεντρωμένῃ ἀφθονίᾳ.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.