σπορίτης (ο)
- λάχανο του κήπου, κολοκύθι ή αγγούρι που το φυλάνε ξεραμένο για σπόρο
- το αρσενικό παιδί, που ο πατέρας του, του δίνει μεγαλύτερο μερδικό απ΄ τις αδερφές του. “Μα ήταν βλέπεις σπορίτας αυτός …”.
παροιμ.: “Απ΄ το Ρίτα στο σπορίτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπορίτης = ἀγγούρι πού τό φυλᾶνε γιά τούς σπόρους.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής