Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπορίτης (ο)

  1. λάχανο του κήπου, κολοκύθι ή αγγούρι που το φυλάνε ξεραμένο για σπόρο
  2. το αρσενικό παιδί, που ο πατέρας του, του δίνει μεγαλύτερο μερδικό απ΄ τις αδερφές του. “Μα ήταν βλέπεις σπορίτας αυτός …”.
    παροιμ.: “Απ΄ το Ρίτα στο σπορίτα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης

Σπορίτης = ἀγγούρι πού τό φυλᾶνε γιά τούς σπόρους.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.