Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπίθα

Σπίθα /ἡ/ = σπινθὴρ (Ἰ. spicchio) = σφὴν ὑπεγέρσεως ἢ ὑποστηρίξεως βαρέως ἀντικειμένου.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.