Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπιρτάδα (η)

  1. η έντονη, καυστική οσμή που έχει το γερό κρασί, ή και το οινόπνευμα, “ο κρασί μας έχει πολλή σπιρτάδα, δεν πίνεται ανέρωτο”
  2. η οξύτητα του μυαλού, η εξυπνάδα

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπιρτάδα /ἡ/ (Ἰ. spirito) = δριμύτης ἀερίου ἢ ὄζοντος ὑγροῦ εἰς τὴν ὄσφρησιν καὶ τοὺς ὀφθαλμούς.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.