σπίλα (η)
κόσμημα – χρυσαφικό – της νύφης και της παντρεμένης γενικά (Η Λευκαδίτικη λαϊκή φορεσιά, σελ. 77).
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπίλα /ἡ/ (Ἰ. spilla) = καρφίτσα στολισμοῦ.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης