σπερτσιόζος -α -ο
η λέξη σπάνια χρησιμοποιείται σε περίπτωση υψηλού πυρετού: ‘Έχει θέρμη σπερτσιόζα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπερτσιόζος -α -ο (Ἰ. sperdere, spicciare -oso) = ταχύς, ὀξύς, αἰφνίδιος: «θέρμη σπερτσιόζα» = κακοήθης πυρεττός, ἀπότομος ὑψηλὸς πυρεττός.
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Προσδιοριστικό της θέρμης, πυρετού. “Θέρμη σπερτσιόζα”. Τα sperdere και spicciare-oso, του Λάζαρη, άσχετα! Βέβαια η λέξη δείχνει ιταλική, αλλά είναι πιθανότατη η σχέση της (άρα και προέλευσή της) με το ελληνικό ρήμα σπαίρω, έχω σπασμούς, που ταιριάζουν σε υψηλό πυρετό.
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης