Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπάτο(υ)λα

Σπάτο(υ)λα /ἡ/ (Ἰ. spatola) = σπαθίς, ἕλασμα χαλύβδινον ἢ ξύλινον πρὸς ξέσιν ἢ ἐπίχρισιν, ἰατροφαρμακευτικὸν ἐργαλεῖον.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.