Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπασμένος (ο)

“ο έχων σπάσιμο, κατέβασμα αρχιδιών ή κήλης”.
Σε συνταγή λαϊκογιατρού διαβάζομε: ‘Έβγαλε το ιππόγλωσσον – λέγεται και λαγομηλέα – και τρίψε την ρίζαν του, να γίνει σκόνη και δίνε ανά ήμισυ δράμι να πίνει κάθε πορνό νηστικός και εις τρεις ημέρες θέλει να του χτυπήσει εις το λάβωμα και θέλει φανεί πως θέλουν να πέσουν τα έντερά του και ας μη φοβηθεί, μόνον ας το έχει καλά δεμέννον και ας κοίτεται πάντοτε τα ανάσκελα και η τροφή του ολίγη και ξερή και εις οκτό δέκα ημέρας υγιαίνει” (Η λαϊκή ιατρική στη Λευκάδα, σελ. 134/40 και 156/48).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.