σπάλα (η)
- ωμοπλάτη σφαχτού
- ναυτ. όρος που σημαίνει σιγά-σιγά. Δίδεται με το σύνθημα “σπάλα – σπάλα”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σπάλα /ἡ/ (Ἰ. spalla) = ὦμος, ὠμοπλάτη, «σπάλα-σπάλα» = ἀβίαστα, κανονικὰ καὶ μὲ ἄνεσιν ρυθμοῦ (ὅρος εἰς ἀνέλκυσιν τράτας).
Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης
Σπάλα = τό κόκκαλο τῆς ὠμοπλάτης, ἀλλά καί τό γύρω ἀπ᾿ αὐτό μέρος τοῦ σφαγίου.
Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής