Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σπάλα (η)

  1. ωμοπλάτη σφαχτού
  2. ναυτ. όρος που σημαίνει σιγά-σιγά. Δίδεται με το σύνθημα “σπάλα – σπάλα”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σπάλα /ἡ/ (Ἰ. spalla) = ὦμος, ὠμοπλάτη, «σπάλα-σπάλα» = ἀβίαστα, κανονικὰ καὶ μὲ ἄνεσιν ρυθμοῦ (ὅρος εἰς ἀνέλκυσιν τράτας).

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης

Σπάλα = τό κόκκαλο τῆς ὠμοπλάτης, ἀλλά καί τό γύρω ἀπ᾿ αὐτό μέρος τοῦ σφαγίου.

Το Γλωσσάρι της Λευκάδας – Ηλίας Γαζής

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.