σοταβέντε (επίρρ.)
ναυτ. όρος = ταξίδι με ήπιο άνεμο = πλέω πλάγια προς τη φορά το αγέρα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σ(ο)ταβέ(ν)τ(ε) /ἐπίρ./ (Ἰ. sotto a vento) = ὑπηνέμως, πλαγίως πρὸς τὴν φορὰν τοῦ ἀνέμου.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης