σορτ(ι)μέντο 30 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σορτιμέντο (Λ. soror, Ἰ. sortire) = συναρμόζον, συμπλήρωμα ἐνδυμασίας ἢ στολισμοῦ.