Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σορταγιά (η)

ο σωστός δρόμος, η τάξη, το αντίθετο του ρεμπελιού και του ετσιθελισμού.
“Βάλτονε σε σορταγιά, γιατί θα τον χάσεις το γιο σου” – “Για βάλτηνε σε σορταγιά, γιατί πήραν τα μυαλά της αέρα”. – “Μα δεν έχει σορταγιά απάν΄ του αυτός ο άνθρωπος!” – “Δεν τον πιάνει σορταγιά …” κ.λπ.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σορταγιὰ /ἡ/ (Ἰ. sorteggiare) = εὐταξία, τάξις, ὑπακοή, πειθαρχία.

Τα Λευκαδίτικα – Χριστόφορος Λάζαρης   


Ο Λάζαρης αναφέρεται στο ιταλικό sorteggiare κ.λπ., ενώ το έγκυρο λεξικό Mandeson αποδίδει αυτό το ρήμα ως κληρώνω, κλήρωση. Άρα άσχετο! Πιθανότερος φαίνεται ο συσχετισμός με το ελληνικό όρτη (ορθή) του υφάσματος, το αντίθετο της ανάποδης.
Και λέξη σ(ε)ορτ(αγιά). Πρβλ. ως προς την κατάληξη το λαιμαρ(γ)ιά, με προφορά του -γ- ως -ι-. Λέμε συνήθως: (προσπάθησε) να τον (την) φέρει σε σορταγιά, δηλαδή στην όρτη του, το σωστό κανονικό δρόμο.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.