σοραμένο (το)
ανόητος, πονηρός, ύπουλος.
“Τέτοιο σοραμένο που είναι …” – “Κακό σοραμένο αυτή η γυναίκα”
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σοράμενος -η -ο (σαίρω) = εὐήθης, ἠλίθιος, βλάξ. και σωράμενος -η -ο
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης