Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σοκάκι (τό)

Σοκάκι /τὸ/ (ἔσω-κίω; ἐς-ἱκάνω; Τ. σοκὰκ) = ἀπόκεντρος δρομίσκος πόλεως ἢ χωρίου.«ἅμα σ’ βαστάει μωρὲ τράβα σοκάκι».

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


σοκάκι (τό): στενός δρόμος, (T. sokak).

Λεξικό Ιδιωματικών Όρων — Χαρά Παπαδάτου

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.