Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκύβαλο -α (το)

συνήθως απαντάται στον πληθυντικό = τα απορρίμματα του κοσκινίσματος των μη πατημένων σταχυών στο αλώνι. Τα σκύβαλα τα μαζεύουν σ΄ ένα τσουβαλάκι και τα ρίχνουν στις κότες.
μτφ.: άχρηστα πράγματα.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


“Τα απορρίμματα των μη πατημένων σταχύων στο αλώνι” (Κοντομίχης). Τροφή για τις κότες, αλλά μεταφορικά και κάθε άχρηστο πράγμα. Η λέξη (στον πληθυντικό κυρίως) αναφέρεται στη Καινή Διαθήκη με την έννοια του άχρηστου. (Απόστολος Παύλος).
Κατά τους γλωσσολόγους είνα “αγνώστου ετύμου), δε γνωρίζουμε δηλαδή την προέλευσή του, τη ρίζα του. και στους αρχαίους ίδια είναι η λέξη, σκύβαλον, -α.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Σκύβαλον, το: το «εις κύνας βαλείν». Τα απομεινάρια από το «αποδειπνίδιον» (απόδειπνον) τα έδιναν (έβαλον) ως τροφήν των κυνών (Λεξ. Liddell-Scott). Σήμερα με την ίδια χρήση ονομάζεται σκύβαλον το αποφάι (αποφάγι) για τα κατοικίδια ζώα.

Γλωσσάριο Ιωάννας Κόκλα

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.