σκ(υ)λάβω
ψάχνω σκάβοντας με τα χέρια να βρω κάτι που ζητώ ή στην τύχη.
“Εσκύλαψα σ΄ όλο τον κήπο και δεν το βρήκα.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκ(υ)λάβω (σκαλεύω, σκυλεύω) = σκαλίζω προχείρως, σκαλίζω ἐρευνητικῶς.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Η κότα συνήθως σκυλάβει στις ακαθαρσίες και το χώμα. Κατ΄ επέκταση και ο άνθρωπος σκυλάβει (μεταφορικά) στα χαρτιά του, τα πράγματά του, ψάχνει δηλαδή να βρει κάτι.
Ετυμολογικά σχετίζεται με το ρήμα σκαλεύω (σκαλίζω) όχι το σκλεύω. Ο Δημητράκος είναι σαφής: “απολύτως επί ορνίθων, ανασκάπτω ελαφρώς, σκαλίζω” Αξιοπρόσεκτη (άσχετα αν δεν υποστηρίζεται) και η άποψη του Φιλίντα (Γ΄210) ο οποίος προτιμά τη γραφή σκοιλάβω (από το κοιλαίνω και σκάβω) και χρησιμοποιείται στην Ήπειρο με την έννοια του βαθουλώνω (κοίλος, κοίλωμα).
Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης