Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκουλοκόπανος (ο)

ξύλινος κόπανος, με τον οποίο χτυπούσαν το μαγγανισμένο λινάρι πάνω σε πλάκες, για να μαλακώσει πιο πολύ και να φύγουν τα λινόξυλα που απόμειναν. Λέγεται έτσι, γιατί μ΄ αυτόν κοπάνιζαν τις δέσμες (=μάτσα) του λιναριού που τις λένε σκουλιά.
Σε κτγρφ του 1780: “ένας σκουλοκόπανος”.

Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.