σκουλοκόπανος (ο)
ξύλινος κόπανος, με τον οποίο χτυπούσαν το μαγγανισμένο λινάρι πάνω σε πλάκες, για να μαλακώσει πιο πολύ και να φύγουν τα λινόξυλα που απόμειναν. Λέγεται έτσι, γιατί μ΄ αυτόν κοπάνιζαν τις δέσμες (=μάτσα) του λιναριού που τις λένε σκουλιά.
Σε κτγρφ του 1780: “ένας σκουλοκόπανος”.
Από τη σειρά βιβλίων «Λαογραφικά της Λευκάδας» του Πανταζή Κοντομίχη