σκ(ου)λαμεντιάρης -α 29 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σκουλαμεντιάρης -α (Ἰ. scolamento) = ἀφροδισιοπαθής, συφιλιδικός κ.τ.τ.