σκοτουριάζω 29 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σκοτουριάζω (σκότος) = σκοτοδινίζω, σκοτεινιάζω, ζαλίζω, θολῶ (τὴν ἀτμόσφαιραν).