Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκιάζομαι

Σκιάζομαι: φοβούμαι, γίνομαι συσκιός = επισκιάζομαι, εκ του αρχ. ρ. σκιάω ή σκιόω = σκιάζω. (Σκιάζω-ομαι, σκιά). Στην καθομιλουμένη σκιάζω σημαίνει «το δια σκιάς εκφοβώ και σκιάζομαι = εκ της σκιάς φοβούμαι και εν γένει τρομάζω» (Λεξ. Ομηρικόν Πανταζίδη).

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.