σκιάζομαι
Σκιάζομαι: φοβούμαι, γίνομαι συσκιός = επισκιάζομαι, εκ του αρχ. ρ. σκιάω ή σκιόω = σκιάζω. (Σκιάζω-ομαι, σκιά). Στην καθομιλουμένη σκιάζω σημαίνει «το δια σκιάς εκφοβώ και σκιάζομαι = εκ της σκιάς φοβούμαι και εν γένει τρομάζω» (Λεξ. Ομηρικόν Πανταζίδη).