Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκαρίζω

αρχίζω να ωριμάζω (στα οπωρικά). “Τζίτζικας ελάλησε μαύρη ρόγα σκάρισε”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκαρίσανε, ξεπεταχτήκανε, ξεμπουμπουκιάσανε., άρχισε η ωρίμανση, όπως για παράδειγμα τα σταφύλια στα κλίματα ή τ΄ αμπέλια.
Ο Λάζαρης δεν το έχει (ενώ χρησιμοποιεί το σκαίρω, ως πρώτο συνθετικό της λέξης σκαροβλογιά. Η λέξη αυτή προέρχεται πράγματι από το αρχαίο ρήμα σκαίρω, που σημαίνει αναπηδώ ή όπως το αποδώσαμε, ξεπετάγομαι.
Στην Καρυά το λέμε για τ΄ αμπέλια ή τα σύκα στο προστάδιο της ωρίμανσης. Τα λεξικά πάντως αγνοούν αυτή τη σημασία της αρχής της ωρίμανσης. Γνωστή όμως η φράση “στα σκαριά” για κάτι που αρχίζει.
Το σκαρίζω σημαίνει και βγάζω το κοπάδι στη βοσκή (Ο Κρυστάλλης λέει: “αυτή την ώρα οι πιστικοί τα ρόβατα σκαρίζουν”).
Ακόμα σκάρος, είδος ψαριού. (Λεξικό Δημητράκου).
Οι δικοί μας Σκάροι (τοποθεσία) φαίνεται να σχετίζονται με τη βοσκή (του Κρυστάλλη).
Άλλο είναι το σκαριάζω (από το σκαρί) και το σκαρώνω (φάρσα), που φαίνεται να μοιάζουν με το ρήμα μας σκαρίζω, έχουν κοινό το σκαρ. Και συγγενεύουν είναι αλήθεια. Ίδια γλώσσα, ως γνωστόν.

Καρσάνικα Γλωσσικά Ιδιώματα – Δημ. Κατωπόδης


Σκαρίζω § Μέσ. ἐπὶ τῶν ὀπωρῶν, ὅταν ἄρχωνται νὰ ὡριμάζωσιν· ὅθεν σκάρισμα ἡ ἀρχὴ τῆς ὡριμάσεως. Τσίτγσικας ἐλάλησε, μαύρη ῥάτα ‘σκάρισε.

Σημ. Ἡ λ. ἀρχαία. Ὁ Αἰνιὰν ἀγνοεῖ τὴν σημασίαν ταύτην (Ἀθ. σ. 103).

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Ένα Σχόλιο

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.