Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκάνιο (το)

πείσμα, ξέσπασμα θυμού. “Μου μίλησε με πολύ σκάνιο”.
ρήμα: σκανιώνω, σκανιάρω

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σκάνιο /τὸ/ (Ἰ. sgannare) = ἐρεθισμὸς μόλις συγκρατούμενος, παρόργισις, ἀγανάκτησις.

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.