σκάνιο (το)
πείσμα, ξέσπασμα θυμού. “Μου μίλησε με πολύ σκάνιο”.
ρήμα: σκανιώνω, σκανιάρω
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σκάνιο /τὸ/ (Ἰ. sgannare) = ἐρεθισμὸς μόλις συγκρατούμενος, παρόργισις, ἀγανάκτησις.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης