σκαμάγκ(ι) 27 Απρ, 2017 Σ 0 Σχόλια 0 Σκαμάγκ(ι) /τὸ/ (Ἰ. sciamare) = πολτῶδες γλύκισμα ἢ ἄλλο βρώσιμον ἡδὺ μίγμα.