Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σκαμάγκ(ι)

Σκαμάγκ(ι) /τὸ/ (Ἰ. sciamare) = πολτῶδες γλύκισμα ἢ ἄλλο βρώσιμον ἡδὺ μίγμα.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.