σκαλώνω
Σκαλώνω (Ἰ. scalare) = ἀνέρχομαι τὴν σκάλαν, ἀναρριχῶμαι, ἐμπλέκομαι κατὰ τὴν πτῶσιν πρὶν φθάσω εἰς τὸ ἔδαφος εἰς ὑψηλόν τι πρόσκομμα (κλάδον δένδρου κ.τ.τ.).
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σκαλώνω (Ἰ. scalare) = ἀνέρχομαι τὴν σκάλαν, ἀναρριχῶμαι, ἐμπλέκομαι κατὰ τὴν πτῶσιν πρὶν φθάσω εἰς τὸ ἔδαφος εἰς ὑψηλόν τι πρόσκομμα (κλάδον δένδρου κ.τ.τ.).