σιόρ -α ή σορ -α και σινιόρ -α
κύριος – κυρία: “1711 στην αμαξικήν (Λευκάδα) αναφανίσθησαν έμπροσθεν εμού νοταρίου και μαρτίρον από ένα μέρος ο σορ σταμάτης Ιωάννης σμιρνέος, και εις το έτερον ο μισέρ Τζανέτος φαρακλός … η οπίι …” (από μισθωτήριο συμβόλαιο – Ιστορικό Αρχείο Λευκάδας, Νο 3, φύλλο 15, β-16 β).
Σημείωση: με το σορ προσφωνούσαν τους ευγενείς, τους αφεντάδες και ενίοτε τους αστούς. Με το μισέρ (κύριος επίσης) τους λαϊκούς και χειρωνάκτες.
φράση που σώζεται μέχρι σήμερα: Η σόρα Μαρία – ο σορ Άγγελος.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σινιόρ -α (Ἰ. signor -a) = κύριος, κυρία.
Σιόρ -α (Ἰ. signor -a) = κύριος, κυρία.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης