σιναπίδι (το) καί συναπίδι
ασθένεια του σιταριού, που την προκαλεί κάποιο παράσιτο. Το σιναπίδι εμφανίζεται, όταν σιγοβρέχει την άνοιξη για λίγο και μετά ξανακάνει ήλιο Τότε τα σιτάρια “σκωριάζουν” ή “σαπίζουν”.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Γ΄: “Σπορά με σιναπίδι / και με σκαθάρι κλήματα …”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σιναπίδι /τὸ/ (σίναπι) = ἡ σκωρίασις τοῦ σίτου ἐξ αἰτίας τοῦ παρασίτου πουκκινία.
Σ(υ)ναπίδ(ι)
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σιναπίδι, § ἀσθένεια τῶν γεννημάτων προερχομένη ἐκ τῶν παρακαίρων ὑετῶν τοῦ ἔαρος, ὅταν τύχωσι μεμεστωμένα.
Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ σινάπι, ὡσανεὶ ἔπαχον εἶδός τι συναπισμοῦ.
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου