Ψάχνετε κάτι;

Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!

σιναπίδι (το) καί συναπίδι

ασθένεια του σιταριού, που την προκαλεί κάποιο παράσιτο. Το σιναπίδι εμφανίζεται, όταν σιγοβρέχει την άνοιξη για λίγο και μετά ξανακάνει ήλιο Τότε τα σιτάρια “σκωριάζουν” ή “σαπίζουν”.
ΒΑΛ. Φωτεινός, Γ΄: “Σπορά με σιναπίδι / και με σκαθάρι κλήματα …”.

Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης


Σιναπίδι /τὸ/ (σίναπι) = ἡ σκωρίασις τοῦ σίτου ἐξ αἰτίας τοῦ παρασίτου πουκκινία.

Σ(υ)ναπίδ(ι)

Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης


Σιναπίδι, § ἀσθένεια τῶν γεννημάτων προερχομένη ἐκ τῶν παρακαίρων ὑετῶν τοῦ ἔαρος, ὅταν τύχωσι μεμεστωμένα.

Σημ. Ἴσως ἐκ τοῦ σινάπι, ὡσανεὶ ἔπαχον εἶδός τι συναπισμοῦ.

Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

This site is protected by reCAPTCHA and the Google Privacy Policy and Terms of Service apply.