σήκω-πίθου
(φράση ακατανόητη εννοιολογικώς) = σήκω – κάτσε, και πάλι τα ίδια.
μτφρ. για κείνους που είναι αναποφάσιστοι και αλλάζουν διαρκώς ιδέες και πράξεις. “Δεν βρίσκω άκρη με σένα, σήκω-πίθου, σήκω-πίθου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σήκω – πίθου (σηκόω – ἀποτίθημι, παθ. προστ. σηκοῦ – ἀποθοῦ) = ἐγέρθητι ξανακάθησε, διαρκῶς ἐν ἀλλαγῇ θέσεως.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης