σηκιά
Σηκιά, § ἡ ὀπή, ἔνθα εἰσέρχεται τὸ κεντρὶ τοῦ λιθαρίου τοῦ ἐλαιοτριβείου καὶ ἐπιστηρίζεται τηρούμενον πάντοτε εἰς ἰσοσταθμίαν.
Σημ. Ἐκ τοῦ σηκόω = σταθμίζω, φέρω εἰς ἰσοσταθμίαν, ἐξ οὗ σηκωτὴς ὁ βαστάζων τὸ βάρος τῆς στάθμης.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σηκιά, § ἡ ὀπή, ἔνθα εἰσέρχεται τὸ κεντρὶ τοῦ λιθαρίου τοῦ ἐλαιοτριβείου καὶ ἐπιστηρίζεται τηρούμενον πάντοτε εἰς ἰσοσταθμίαν.
Σημ. Ἐκ τοῦ σηκόω = σταθμίζω, φέρω εἰς ἰσοσταθμίαν, ἐξ οὗ σηκωτὴς ὁ βαστάζων τὸ βάρος τῆς στάθμης.