σγαντζώνω -ομαι
πιάνομαι με τα νύχια μου από κάπου.
φράση: “το παιδί σγαντζώθηκε απάνω μου”.
Λεξικό του Λευκαδίτικου Γλωσσικού Ιδιώματος – Πανταζής Κοντομίχης
Σγαντζώνω (Ἰ. gancio, γαμψὸς) = ἀγκιστροῦμαι, προσκολλῶμαι διὰ τῶν ὀνύχων.
Τα Λευκαδίτικα — Χριστόφορος Λάζαρης
Σγαντσόνομαι § δράττομαι ἔκ τινος καὶ βαστάζομαι ἀσφαλῶς. Π. ἐσγαντσόθηκα ’σὰν τὸ βάτο. Ἐκ τούτου σγαντσερὸς ὁ ἀγγυλωτός, ὁ ἔχων ἀγγύλας εἰς τὸ δράττεσθαι δι’ αὐτῶν.
Σημ. Ἐκ τοῦ ἀκανθόω (Σύλλ. 11, 17, 26, 29, 44). πρβλ. Καὶ Κοραὴν ἐν λ. ἀσκαντσόχοιρος (προλεγ. εἰς τὸν Γ’ τόμ. Παραλλ. Πλουτάρχ.).
Σύλλαβος – Ιωάννου Σταματέλου