σγάντζο
Σγάντζο – (Ἰ. gancio) = πρῶτον συνθετικὸν λέξεων σημαῖνον ἀτροφικότητα. «σγαντζόχερας, σγαντζογοῦρνο, σγαντζοπρίναρο» κ.τ.ὅ.
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σγάντζο – (Ἰ. gancio) = πρῶτον συνθετικὸν λέξεων σημαῖνον ἀτροφικότητα. «σγαντζόχερας, σγαντζογοῦρνο, σγαντζοπρίναρο» κ.τ.ὅ.