σέστο
Σέστο (σύστημα, Ἰ. sestare) = μέτρον, τάξις, εὐπρέπεια, καλαισθησία: «δὲν ἔχει σέστο».
βλ. σεσταρισμένος
βλ. ασεστάριστος
Γράψτε την λέξη που ακούσατε ή διαβάσατε και δείτε τι ακριβώς σημαίνει στο Λευκαδίτικο ιδίωμα!
Σέστο (σύστημα, Ἰ. sestare) = μέτρον, τάξις, εὐπρέπεια, καλαισθησία: «δὲν ἔχει σέστο».
βλ. σεσταρισμένος
βλ. ασεστάριστος